βουβών

βουβών
βουβών, ῶνος: groin, Il. 4.492†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βουβών — groin masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβῶνα — βουβών groin masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβῶνας — βουβών groin masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβῶνες — βουβών groin masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβῶνι — βουβών groin masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβῶνος — βουβών groin masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβῶσι — βουβών groin masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβῶσιν — βουβών groin masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβώνεσσιν — βουβών groin masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβώνων — βουβών groin masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδένας — ο (Α ἀδὴν –ένος, η και ο) επιθηλιακό όργανο του οργανισμού, στο οποίο καταλήγουν αγγεία που εκκρίνουν υγρό κατάλληλο για τη λειτουργία του (κν. γλυκάδι, ελιά, γαργαλήθρα). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀδήν, αρχικά θηλ. γένους (η ἀδήν), ανάγεται σε ΙΕ ρίζα*… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”